Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Ποιός απ' όλους ευθύνεται τελικά για την εγκληματικότητα?

Είναι το κοινωνικό φαινόμενο το οποίο οι πολίτες θεωρούν τον φόβο και τον τρόμο τους. Ταυτόχρονα είναι το φαινόμενο που υπάρχει και μαστίζει όλες τις χώρες του κόσμου αλλά ταυτόχρονα γίνεται τεράστια προσπάθεια για την πάταξη του. Φυσικά μιλάμε για ένα από τα κυριότερα «καρκινώματα» της σημερινής κοινωνίας και του συστήματος, την εγκληματικότητα.
Ο όρος εγκληματικότητα είναι δύσκολο να αναλυθεί, καθώς οι παράγοντες που καθορίζουν την έξαρση ή την πτώση της είναι πολλοί. Επίσης είναι ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί αφού για να γίνει αυτό, πρέπει αρχικά να γίνει πρόληψη του φαινομένου και ύστερα καταπολέμηση. Άλλωστε εμείς οι Έλληνες μπορούμε να δώσουμε την ψήφο εμπιστοσύνης μας στην Ελληνική Αστυνομία για το θέμα αυτό από τη στιγμή που πολλές φορές κάνει ανεπαρκώς το χρέος της ως προς τους πολίτες;
Αναλυτικά, με εξαίρεση τις ανθρωποκτονίες, στις οποίες η χώρα μας καταλαμβάνει την πέμπτη θέση της κατάταξης -χαμηλότερα όμως του μέσου όρου- η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε στην εγκληματικότητα, σύμφωνα με έρευνα του 2003 που διεξήχθη από το βρετανικό BBC. Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες πολίτες εμφανίζονται να είναι οι περισσότερο ανασφαλείς Ευρωπαίοι. Συγκεκριμένα, στον πίνακα με τον γενικό δείκτη εγκληματικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Βρετανία και ακολουθούν η Δανία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Γαλλία, ενώ τις τρεις τελευταίες θέσεις κατέχουν κατά σειρά η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελλάδα.Στις ανθρωποκτονίες η Ισπανία και η Φινλανδία έρχονται πρώτες με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες, ενώ γενικώς στα εγκλήματα φυσικής βίας (βιασμοί, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, ληστείες) τα «σκήπτρα» καταλαμβάνει και πάλι η Βρετανία και στη δεύτερη θέση, βρίσκεται η Δανία.
Τώρα αν πάρουμε το θέμα από μια γενικότερη άποψη, πολλές φορές τα ανθρώπινα δικαιώματα συγκρούονται με τις νομοθεσίες και τα διατάγματα που πολλές φορές περιορίζουν και υποθάλπουν τον πολίτη. Μάλιστα, μεγάλες αναταράξεις και έξαρση της αντίδρασης του λαού και συνεπώς της εγκληματικότητας, παρατηρείται όταν η εκάστοτε κυβέρνηση ψηφίζει ή με άλλα λόγια «επιβάλλει» διαφόρους νόμους που θεωρούνται αντισυνταγματικοί, κυρίως για την μεσαία και κατώτερη κοινωνική τάξη.
Η διαχρονική φτώχεια, η υψηλή ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, οι χαμηλές κοινωνικές δαπάνες, η άδικη φορολογική πολιτική, το χαμηλό επίπεδο δαπανών για την Παιδεία, την Υγεία, τα επιδόματα ανεργίας, η έλλειψη οποιασδήποτε μορφής εγγυημένου εισοδήματος και τα ισχνά ποσοστά συμμετοχής σε προγράμματα όπως η «διά βίου εκπαίδευση» έχουν καταπνίξει τον πολίτη και δημιουργείται μια αίσθηση καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο πολίτης να στρέφεται κόντρα στον νόμο και πολλές φορές, μέσα στην απόγνωσή του, ξεπερνάει τα όρια του πταίσματος και προχωράει σε πλημμελήματα ή ακόμη και σε εγκλήματα.
Συνεπώς καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως εγκληματικότητα, νομοθεσία και ανθρώπινα δικαιώματα και οι συνέπειές τους είναι άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους.Άλλωστε στις περισσότερες χώρες του κόσμου, όπως λόγου χάρη στις ΗΠΑ, η εγκληματικότητα αποτελεί την μάστιγα της σημερινής μας εποχής, ένα άλυτο κοινωνικό φαινόμενο που φαίνεται αδύνατον να αντιμετωπιστεί. Το πόρισμα που προκύπτει από όλα αυτά είναι το εξής: ποιος είναι τελικά στην ουσία ο εγκληματίας της υπόθεσης, ο λαός ή οι κυβερνήσεις;

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Στην δημοσιογραφία δεν υπάρχουν όρια

Ίσως είναι θέμα ηθικής. Ίσως είναι θέμα συμφερόντων. Ίσως να παίζει μεγάλο ρόλο το status quo ή το κύρος ή οι γνωριμίες του εκάστοτε δημοσιογράφου για να δημοσιεύσει μια πληροφορία ή μια είδηση. Το σίγουρο είναι ότι πολλές φορές μια είδηση μπορεί να προκαλέσει αλυσιδωτή αντίδραση και να επιφέρει εξελίξεις που κανείς δεν τις περιμένει. Η ερώτηση λοιπόν που προκύπτει στο ποια είναι τα όρια ανάμεσα στα προσωπικά δεδομένα και στην ελευθερία του λόγου είναι αν μη τι άλλο δύσκολη να απαντηθεί.

Ένα από τα πιο σπουδαία (ίσως το σπουδαιότερο) δικαιώματα που έχει καταφέρει να κερδίσει ο άνθρωπος με την πάροδο των αιώνων και μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας ως κυρίαρχο υπάρχον πολίτευμα, είναι η ελευθερία του λόγου. Ο καθένας εκφράζει αυτό που θέλει χωρίς αναστολές ή τον φόβο κύρωσης ή κάποιας ποινής. Όταν όμως μιλάμε για την δημοσίευση ενός άρθρου ή κάποιου ρεπορτάζ που αφορά πολύ λεπτα ζητήματα, όπως π.χ. προσωπικά δεδομένα ή απόρρητες πληροφορίες που βγαίνουν στην επιφάνεια, τότε μάλλον η ελευθερία του λόγου τίθεται σε δοκιμασία. Το σίγουρο είναι ότι σε κάθε περίπτωση, έγκειται στην δικαιοδοσία του δημοσιογράφου να πάρει την απόφαση για το αν θα δημοσιεύσει την είδηση ή όχι. Οι εξελίξεις που θα επιφέρει η είδηση αυτή, όμως, ίσως να αποδειχθούν ραγδαίες και επικίκδυνες για τον δημοσιευτή αυτής, αλλά και για το θέμα που περιλαμβάνει η είδηση αυτή.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η υπόθεση των «Αρχείων του Πενταγώνου» στην Αμερική το 1971. Τότε λοιπόν, οι New York Times συντάραξαν την αμερικανική κυβέρνηση με τη δημοσίευση άκρως απόρρητων εγγράφων και αποτιμήσεων του Πενταγώνου, που αποδείκνυαν ότι η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι οι πολίτες και το Κογκρέσο γνώριζαν. Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ όπου και δικαιώθηκε, τελικά, η ελευθερία του Τύπου. Ως επακόλουθο, η δημοσίευση των απόρρητων αρχείων συντέλεσε στην σύγκρουση των εφημερίδων με την εξουσία και οι New York Times κατηγορήθηκαν ότι υπονόμευσαν την χώρα τους. Η ιστορία τελειώνει δυσάρεστα με την αποκαθήλωση του Ρίτσαρντ Νίξον από την εξουσία το 1974. Ποια είναι επομένως τα όρια του δημοσιογράφου ή καλύτερα θα πρέπει καν να υπάρχουν;

Το ιερό έργο του δημοσιογράφου είναι πολύ δύσκολο αλλά ταυτόχρονα και πολύ απλό: Να ανακαλύπτει ειδήσεις και να τις δημοσιεύει ως έχουν. Με αρχή αυτό το ιδανικό, το επάγγελμα της δημοσιογραφίας γίνεται λειτούργημα. Στην δημοσιογραφία δεν υπάρχει η σύμπραξη με την εξουσία, τα προσωπικά συμφέροντα, οι εύνοιες ή το «πάρε-δώσε».

Σε κάθε χώρα, γενναίοι δημοσιογράφοι διακινδυνεύουν τη σωματική τους ακεραιότητα και την ελευθερία τους για να ενημερώσουν τους αναγνώστες τους. Δρουν σε πείσμα αυτών που θα ήθελαν να τους τιθασεύσουν, να τους φιμώσουν, να τους ελέγξουν - είτε είναι κυβερνήσεις και κρατικοί λειτουργοί, είτε ομάδες συμφερόντων και διαφημιζόμενοι, φίλοι και εχθροί. Αν όλοι οι δημοσιογράφοι στον κόσμο ήταν «γενναίοι», ίσως τελικά και να ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Συνεπώς η ερώτηση στο θέμα που μας απασχολεί δεν είναι πλέον και τόσο δύσκολη να απαντηθεί...